τετράτροχος

τετράτροχος
-η, -ο / τετράτροχος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τέσσερεις τροχούς («τετράτροχη άμαξα»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τετράτροχο
όχημα με τέσσερεις τροχούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + τροχός (πρβλ. δί-τροχος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τετράτροχος — η, ο αυτός που έχει τέσσερις τροχούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τετράτροχον — τετράτροχος four wheeled masc/fem acc sg τετράτροχος four wheeled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρατρόχοις — τετράτροχος four wheeled masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρατρόχου — τετράτροχος four wheeled masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρατρόχους — τετράτροχος four wheeled masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράτροχα — τετράτροχος four wheeled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράτροχοι — τετράτροχος four wheeled masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάξονος — ο 1. (για αμάξι) αυτός που έχει δύο άξονες 2. (για βαγόνι, άμαξα, κ.λπ.) τετράτροχος …   Dictionary of Greek

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετράκυκλος — η, ο / τετράκυκλος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τέσσερεις τροχούς, τετράτροχος («ἅμαξαι τετράκυκλοι ἡμιόνεαι», Ηρόδ.) νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. ἡ τετράκυκλος τετράτροχη άμαξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κύκλος (πρβλ. πολύ κυκλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”